ελλογιμότητα

ελλογιμότητα
η (Α ἐλλογιμότης)
η ιδιότητα τού ελλόγιμου
νεοελλ.
τίτλος λογίων και επιστημόνων («η ελλογιμότητά του»)
αρχ.
διαλεκτική ικανότητα, ρητορική δύναμη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελλογιμότητα — η 1. το να είναι κανείς αξιόλογος, ιδίως στα γράμματα, η λογιότητα. 2. ως τίτλος λογίων, επιστημόνων: Η ελλογιμότητά σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλλογιμότητα — ἐλλογιμότης capability of reasoning fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”